κορωναϊκός

κορωναϊκός
-ή, ό και κορωναίικος, -η, -ο [Κορωναίος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κορώνη ή αυτός που προέρχεται από αυτήν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”